μακαρία

μακαρία
μακαρία, , die Glückseligkeit; κενὴ μ., nichtiges, in bloßen Wünschen bestehendes Glück; komischer Euphemismus für ἐς κόρακας; ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών, wie man auch bei uns 'einem die ewige Seligkeit wünscht. Eigtl. wohl in dieser Vrbdg = das Land der Seligen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακαρία — μακαρίᾱ , μακάριος blessed fem nom/voc/acc dual μακαρίᾱ , μακάριος blessed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μακαρίᾱ , μακαρία happiness fem nom/voc/acc dual μακαρίᾱ , μακαρία happiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίᾳ — μακαρίᾱͅ , μακάριος blessed fem dat sg (attic doric aeolic) μακαρίαι , μακαρία happiness fem nom/voc pl μακαρίᾱͅ , μακαρία happiness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακαρία — Μακαρίᾱ , Μακαρίη fem nom/voc/acc dual Μακαρίᾱ , Μακαρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακαρίᾳ — Μακαρίᾱͅ , Μακαρίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… …   Dictionary of Greek

  • μακαριά — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… …   Dictionary of Greek

  • μακαριά — η 1. τεμάχια ψωμιού που μοιράζονται μετά την κηδεία ή το μνημόσυνο, η ψυχόπιτα: Μετά την ταφή μάς πρόσφεραν μακαριά. 2. το δείπνο που πραγματοποιείται μετά την κηδεία ή το μνημόσυνο στο σπίτι του νεκρού, η παρηγοριά: Κανείς δε μιλούσε στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακάρια — μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίας — μακαρίᾱς , μακάριος blessed fem acc pl μακαρίᾱς , μακάριος blessed fem gen sg (attic doric aeolic) μακαρίᾱς , μακαρία happiness fem acc pl μακαρίᾱς , μακαρία happiness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίαι — μακαρίᾱͅ , μακάριος blessed fem dat sg (attic doric aeolic) μακαρία happiness fem nom/voc pl μακαρίᾱͅ , μακαρία happiness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρίαν — μακαρίᾱν , μακάριος blessed fem acc sg (attic doric aeolic) μακαρίᾱν , μακαρία happiness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”